- εμπράγματος
- -η, -ο1. που αναφέρεται στα πράγματα, πραγματικός, αντικειμενικός.2. (νομ.), «εμπράγματο δίκαιο», το σύνολο των κανόνων δικαίου που ρυθμίζουν τις έννομες σχέσεις οι οποίες αναφέρονται στα «εμπράγματα δικαιώματα».
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.